- υπογραμμός
- ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω]1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα2. παράδειγμα, πρότυπονεοελλ.φρ. «τύπος και υπογραμμός»(για πρόσ.) πρότυπο για μίμησημσν.-αρχ.διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ' ἑαυτοῑς δεομένοις τῆς παρὰ θεοῡ βοηθείας», Ωριγ.)μσν.βαφή για το δέρμα τού γυναικείου προσώπου κάτω από τα βλέφαρααρχ.1. περίγραμμα, σχέδιο2. φρ. «ὑπογραμμοὶ παιδικοί» — σχολικά υποδείγματα καλλιγραφίας που περιείχαν σε σειρά λέξεων όλα τα γράμματα τού αλφαβήτου (Κλήμ. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.